- αστοιχείωτος
- -η, -ο (Α ἀστοιχείωτος, -ον)όποιος δεν κατέχει ούτε τις απλούστατες αρχές κάποιας γνώσης ή κάποιας επιστήμηςαρχ.αυτός που δεν έχει ακόμη δαμαστεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + στοιχειώ «διδάσκω τα στοιχεία, τις θεμελιώδεις αρχές κάποιου μαθήματος»].
Dictionary of Greek. 2013.